- χαμένου
- χᾱμένου , χάωpres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic)χᾱμένου , χάζομαιcause to retirefut part mp masc/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Winx Club: El secreto del reino perdido — Winx Club: Il Segreto del Regno Perduto Título Winx Club: El secreto del reino perdido Guion Iginio Straffi Sean Molyneaux Datos y cifras País(es) … Wikipedia Español
ακανθοπλήξ — ἀκανθοπλὴξ ( ῆγος), ο, η (Α) ο τραυματισμένος από αγκάθι ψαριού (Ὀδυσσεὺς ἀκανθοπλήξ τίτλος χαμένου δράματος τού Σοφοκλή). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + πλὴξ < πλήττω] … Dictionary of Greek
ανάκτηση — η (Α ἀνάκτησις) [ἀνακτῶμαι] η εκ νέου απόκτηση χαμένου πράγματος, επανάκτηση αρχ. ανάκτηση δυνάμεων, ανάρρωση … Dictionary of Greek
ανεύρεση — η (Α ἀνεύρεσις) [ανευρίσκω] 1. εύρεση χαμένου πράγματος 2. εφεύρεση, ανακάλυψη, επινόηση … Dictionary of Greek
γκάουτσο — (gaucho).Λέξη άγνωστης προέλευσης με την οποία χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι των πάμπα,των απέραντων πεδιάδων της Νότιας Αμερικής. Απόγονος των Ισπανών που κατέκτησαν και αποίκισαν αυτές τις περιοχές, ο γ. συχνά προερχόταν από επιμειξίες με τους… … Dictionary of Greek
επανεύρεση — η εύρεση χαμένου (πράγματος κυρίως) … Dictionary of Greek
ζωικός — (I) ή, ό (AM ζωικός, ή, όν) [ζώον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ζώα («ζωικό βασίλειο») νεοελλ. 1. αυτός που προέρχεται ή παράγεται από τα ζώα 2. φρ. α) «ζωικός άνθρακας» ο άνθρακας που λαμβάνεται από τα οστά τών ζώων β) «ζωική κόλλα»… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek